βουλητόν

βουλητόν
βουλητός
that is
masc acc sg
βουλητός
that is
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βούλητον — βούλητος masc/fem acc sg βούλητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλητός — βουλητός, ή, όν (AM) [βούλομαι] εκείνος τον οποίο θέλει ή πρέπει να θέλει κάποιος μσν. το ουδ. ως ουσ. βουλητόν, το σύσκεψη αρχ. βουλητόν, το το αντικείμενο της βούλησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”